Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΜΑ Η ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ



Μέσα στο Corpus Hermeticum βρίσκουμε " Σκέψου ότι είσαι παντού την ίδια στιγμή, στον ουρανό, στην γη και στον ουρανό, σκέψου ότι δεν έχεις γεννηθεί ποτό, ότι είσαι ακόμη έμβρυο. Νέος και γέρος, θάνατος και πέρα από το θάνατο. Ότι καταλαβαίνεις τα πάντα συγχρόνως: τον χρόνο, τον τόπο, τα πράγματα τις ποιότητες και τις ποσότητες.Μου έρχεται στο μυαλό η ιστορία  του μεγαλύτερου γιαπωνέζου ξιφομάχου με το παράξενο όνομα το "Μεγάλο Κύμα"
Στην εποχή των Σαμουράι στην Ιαπωνία ήταν ένας μεγάλος ξιφομάχος που λεγόταν Μεγάλο Κύμα. Κανένας δεν ήξερε γιατί διάλεξε αυτό το όνομα, αλλά και κανένας δεν είχε καταφέρει να τον νικήσει. Αν κάποιος με ελαφρότητα αποφάσιζε να χτυπηθεί μαζί του δεν είχε ποτέ το χρόνο να το μετανιώσει, γιατί ποτέ του δεν νικήθηκε από κανένα. Ο ίδιος δεν επεδίωκε τη μάχη και συχνά είχε αρνηθεί, ξέροντας ότι είναι ανίκητος, αλλά οι άλλοι τον χτυπούσανε με βιαιότητα   και με την ίδια βιαιότητα πέθαινα και το αίμα υποδείκνυε τον πνευματικό δρόμο του  Μεγάλου Κύματος. Αυτή ήταν η ζωή των Σαμουράι. Μια ζωή που δεν είχαν επιδιώξει. Μια ζωή αίματος. Αλλά για το Μεγάλο Κύμα δεν ήταν πάντα, έτσι.
Όταν ήταν νέος αυτός ο ξιφομάχος ήταν πολύ φιλόδοξος, ήθελε να γίνει ο πιο γνωστός και ανίκητος δάσκαλος της κατάνα. Ταξίδεψε σε όλη την Ιαπωνία πηγαίνοντας στις σχολές που είχαν την μεγαλύτερη φήμη. Είχε μεγάλες ικανότητες και κατάφερνε πάντα να νικάει όλους τους μαθητές. Αλλά όταν πήγαινε να παλέψει με τον δάσκαλο της σχολής, έχανε. Πήγαινε σε άλλη σχολή και επαναλαμβανότανε το ίδιο σκηνικό. Γύρισε όλη την Ιαπωνία και είχε πλέον καταστραφεί η ψυχή του και είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τον δρόμο του σπαθιού. Έμαθε για ένα μοναστήρι που υπήρχε ένα άγαλμα του Βούδα που πολύ αναφέρονταν σε αυτό. Αποφάσισε να πάει εκεί για να ζητήσει συμβουλή αν όχι από το Βούδα, τουλάχιστον από τους μοναχούς.  Οι μοναχοί τον υποδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο αλλά δεν είχαν τίποτα να του προσφέρουν. Έτσι στερήθηκαν ο καθένας λίγο ρύζι έτσι ώστε να τιμήσουν τον φιλοξενούμενο, τουλάχιστον για εκείνο το βράδυ. Το πρωί θα έβλεπαν.
Ο σαμουράι δέχτηκε με σεβασμό και μια σιωπηλή υπόκλιση το λιγοστό φαγητό και αποσύρθηκε στο μικρό δωμάτιο που του παραχώρησαν διώχνοντας έναν γέρο μοναχό που ήταν φύλακας στην πύλη του μοναστηριού. Μέρα παρά μέρα οι μοναχοί του πήγαιναν λίγο ρύζι και χόρτα που τους έδινα οι κάτοικοι του διπλανού χωριού.
Μια νύχτα ο σαμουράι δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και γυρνούσε ξανά και ξανά στο παλιό ξυλοκρέβατο. Δεν τον ενοχλούσε το κρύο αλλά το γεγονός ότι μέσα του κυριαρχούσε ο πόλεμος και όχι η ειρήνη. Τελικά εξαντλημένος σηκώθηκε και βγήκε από το μικρό δωμάτιο.
Η νύχτα ήταν διάφανη, όπως είναι μερικές νύχτες του χειμώνα με τα αστέρια που κρέμονται στον ουρανό σαν διάφανα φλόγες. Χωρίς να το καταλάβει βάδισε με τα πόδια γυμνά προς την ξύλινη κατασκευή που ήταν μπροστά του. Ήταν ο μικρός ναός  όπου αιώνες πριν είχε βρεθεί το συγκεκριμένο άγαλμα του Βούδα.
Ο τριγμός από την παλιά ξύλινη πόρτα του ναού ρίγησε την ησυχία της νύχτας.
Μέσα ήταν σκοτάδι, αλλά όχι ακριβώς σκοτάδι. Ένα μικρό καντήλι φώτιζε μια μικρή γωνιά. Πλησιάζοντας ο σαμουράι αντιλήφθηκε το μικρό άγαλμα του Βούδα στο κυματιστό φως του καντηλιού. Απογοητεύτηκε. Περίμενε ένα τεράστιο άγαλμα από μπρούτζο ή τουλάχιστον από μάρμαρο. Μπροστά του ήταν ένα μικρό αγαλματάκι από ξύλο παλιό όσο ο χρόνος. Ίχνη από βερνίκι ξεχώριζαν στο ρούχο που κάλυπτε τον Βούδα, το πρόσωπο και τα χέρια ήταν μαύρα. Το μαύρο που παίρνει το ξύλο μέσα στο χρόνο.
Ο σαμουράι γονάτισε εμπρός στο άγαλμα. Πήρε την στάση του διαλογισμού με δυσκολία γιατί δεν ήταν συνηθισμένος. Και προσπάθησε τόσο δύσκολα να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Έμεινε ακίνητος και  σιγά- σιγά, χωρίς να το καταλάβει γλίστρησε στο χώρο της εσωτερικής σιωπής.  Το τίποτα. Το σκοτάκδι του τίποτα. Εσφιγγε τα δόντια για να αντέξει γιατί τα γόνατά του πονούσαν πολύ.
Ποιος ξέρει γιατί κατάλαβε ότι αυτή η στιγμή ήταν Η στιγμή. Φαντάσθηκε τον εαυτό του να είναι ένα μαύρο άγαλμα, ακούνητο στο χρόνο, στο χώρο και στην ιστορία. Ο χρόνος κυλούσε μακρύς σαν ένας σκληρός εξεταστής. Ηταν έτοιμος να τα παρατήσει, κι αντεξε με το πείσμα του σαμουράι. Από μακριά φάνηκε μια λάμψη, αλλά δεν ήταν φως, δεν ήταν ήχος, δεν ήταν το τίποτα…
Αναρωτήθηκε τι να ήταν. Και η λάμψη χάθηκε με μιας. Κατάλαβε.
Εκλεισε πάλι τα μάτια στο σύμπαν
Η λάμψη εμφανίστηκε ξανά….
Εμεινε ακίνητος, με κλειστό το μυαλό και κλειστό το σώμα, κλειστή όλη του η ύπαρξη.
Ο θόρυβος από το αντιμάμαλο πήρε όλη την ακοή του. Κύματα, κύματα χτυπούσαν την ύπαρξή του. Αφέθηκε να πλέει πάνω στα κύματα του σύμπαντος.
Τα κύματα ξεσπούσανε, ο θόρυβός τους ήταν ρυθμικός σαν την αναπνοή του. Αισθάνονταν σαν ένας μικρός κάβουρας που τον πήρε το μεγάλο κύμα από την ακτή και τον έριχνε πάνω στα βράχια για να έρθει το επόμενο κύμα να τον πάρει ξανά και ξανά.  Ένας μικρός κάβουρας. Τι μπορεί να κάνει ένας μικρός κάβουρας εμπρός σε έναν τεράστιο ουρανό;
Αφήνεται. Τι άλλο μπορεί να κάνει; Η γραμμή της ζωής του σημαδεύονταν από τη θέληση των κυμάτων. Είχε δική του θέληση; Όχι δεν μπορούσε να έχει δική του θέληση μόνο την παραίτηση στα αγκαλιά του κύματος.
Μόλις αφέθηκε εντελώς το κύμα σιγά - σιγά κόπασε..
Ο ρυθμός του έγινε αργός, γιγάντια έγινε η κίνησή του στο χρόνο. Αργή γινόταν η επαναφορά του κορμιού του. Τα κύτταρα ακολουθούσαν το ρυθμό του κύματος.
Αργός σαν τον ρυθμό του κύματος ο σαμουράι ανέβηκε στην κορυφή από το κύμα, η ύπαρξή του ξαναέγινε ανθρώπινη. Σιγά όπως η ανατολή του ήλιου τα μάτια του άνοιξαν στην λάμψη του καντηλιού. Μια μικρή ανάσα ξέφυγε από το στήθος του. Η ησυχία της ψυχής του τον έντυσε σαν ένα αυτοκρατορικό κιμονό.
Σηκώθηκε με την νωθρή ρευστότητα μιας γκέισας και την αποφασιστικότητα ενός σαμουράι. Βγήκε από την πόρτα του ναού, και κατευθύνθηκε έξω από το μοναστήρι αφήνοντας σαν χαιρετισμό στους αγαπητούς του μοναχούς τα ίχνη του πάνω στο χιόνι.
Από κείνη τη μέρα πήρα το όνομα "Μεγάλο Κύμα" και όταν συναντούσε κάποιον δάσκαλο μιας σχολής σπαθιού στέκονταν μπροστά του, με  βλέμμα επιβλητικό σαν κύμα του ωκεανού και ο δάσκαλος χαιρετούσε σκύβοντας το κεφάλι δεχόμενος την ήττα του.